- καταρράψας
- καταρράψᾱς , καταρράπτωstitch onaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρράπτω — (AM, Α και καταράπτω) συρράπτω, στερεώνω με ραφές («θύρη κατερραμένη ῥιπεϊκαλάμων» πόρτα ραμμένη με πλέγμα από καλάμια, Ηρόδ.) αρχ. μηχανεύομαι, παρασκευάζω («Πενθεῑ καταρράψας μόρον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek